- ομοβώμιος
- ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφὁμόβωμος, -ον (Α)αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + βώμιος (πρβλ. επι-βώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο)-* + βωμός (πρβλ. πολύ-βωμος)].
Dictionary of Greek. 2013.